- ρητορισμός
- ο, Ν [ρήτωρ, -ορος]1. ρητορικό, δηλαδή στομφώδες, ύφος («μιλούσε με ρητορισμό»)2. στον πληθ. οι ρητορισμοίτα ρητορικά σχήματα ή οι ρητορικές εκφράσεις («ο λόγος του ήταν γεμάτος ρητορισμούς»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.